Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

ΟΤΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΣΙΩΠΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΣΤΕΡΓΟΥΝ…

 Μέσα απ’ τι γρίλλιες τις κλειστές   στην κίτρινη τη φλόγα του μεσημεριού

-όταν τα’ αγάλματα σιωπούν   και οι μύθοι στέργουν –

οι φωνές δονούν

πρώτα αχνά   αργά    κι ύστερα βροντερά   και γρήγορα

μεσ’ το σοκάκι

 

κι αποκαλύπτουν ξάφνου τα αιώνια μυστικά

άλλοτε – φυσικά – είν’ τρομερές και φοβερές σαν τάφοι

κι άλλοτε πάλι στοργικές   σαν τάφοι πάλι

κι ωσάν θωπεία    μακριών λεπτών δακτύλων

 

και λεν το κάθε τι με τ’ όνομά του

 

λεν το νερό της βρύσης   στόμα

τα μαύρα τα ψηλά τα δένδρα   λήθη

τη νύχτα μες στις ρεματιές   Ομφάλη 

 

λεν τα κλαμμένα μάτια   «φίλη»

τα δροσερά άλικα χείλια   φύλλα

τα ερωτικά τα δόντια   εφιάλτη

 

του έρωτα τα πορφυρά κρεβάτια   αβύσσους

του λιμανιού τα μαύρα τα νερά   λυχνάρι

και λεν τις σκουριασμένες άγκυρες   τ’ ονείρου θρήνο

 

βάζουν πολύχρωμα φτερά

τ’ Ορφέα βλέμμα   στ’ Ορφέα τα χέρια

βάζουνε βεντάλιες   ξεσκίζουνε τα φλογισμένα του φουστάνια

κοσμούν την κεφαλή του   με νταντέλλες πολύ λεπτές

(στ’ Ορφέα  την κορφή μπήγουν σημαίες)

 

πετούν μεσ’ στων χρησμών το χάος   αίμα

και ξαναλέν τις φοινικιές   δαυλιά

 

στέκουνε με λυγμούς   στη λέξη σφύρα

ονόμασαν σιγή   τη λέξη θύρα

το θάνατο είπαν   μουσική μεσ’ στα μηνίγγια

και λένε δάσος μεσ’ τη νύχτα    την καρδιά μου

[ΟΙ ΦΩΝΕΣ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή  -

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία 1977]

 


ΟΙ ΘΕΟΙ ΖΗΛΕΥΟΥΝ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

Κύριε, τι οδυνηρό, τι φοβερό, τι μέγα πρόβλημα!..

Άραγες να ζηλεύουν οι Θεοί;

Δηλαδή, όχι αν οι Θεοί ζηλεύουν ή δεν ζηλεύουν

αλλά αν «οι Θεοί ζηλεύουν»    ή «οι Θεοί ζουλεύουν

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

ο μαύρος αγέρας   ξεκινάει τρελός

από τα σκοτεινά λημέρια του

μουγκρίζει σα θεριό

περνώντας    απ’ τα έρημα στενά σοκάκια

κι ορμά μέσα απ’ τις   ξεχαρβαλωμένες πόρτες

-που δεν τις μανταλώνουν πια

τα σουβλερά καρφιά των πόθων μου –

χυμάει αβάσταχτος

από τις ξύλινες ερειπωμένες σκάλες

που κλαίνε γοερά – μ’ ανθρώπινες φωνές σαν άρπα αιολικιά –

ξεσπάει  μεσ’ στα πελώρια νεκρά δωμάτια

σφυράει   ξεφεύγοντας

μεσ’ απ’ τις καπνοδόχες

και τις ρωγμές του ταβανιού

 

-αφού παρέσυρε μαζί του   τον καπνό των ξύλων

που καίνε κάπου κρυφά

μεσ’ στις χορταριασμένες   άδειες αυλές –

 

και ξεπετιέται ψηλά στα ουράνια

κι αναμαλλιάζει τα μαύρα σύγνεφα

 

ταράζει   αλλάζει   στο άπειρο

τις βουβές απειλές τους

και ξανακατεβαίνει με ελιγμούς φιδίσιους

προς την ακρογιαλιά

 

κι έρχεται    η φρικτή ορμή του

και σπα   και τσακίζεται   στη νικηφόρα αντίσταση

στις λεύκες τις λευκές   τις ψιλόλιγνες

με τις μυριάδες τις φωνές   στα μαύρα

τα θλιμμένα τα καβάκια   τα σιωπηλά.

 

κι η μαύρη λίμνη   μνήσκει ατάραχη

με τα μαύρα   τα κρεμασμένα νερά της

τους μαύρους θρύλους της

τις μαύρες τις απόγκρεμνες

τα έρμα της τζαμιά   το γκρέμνιο το στρατώνα

τ’ άροτρα   τους βράχους

τις λευκές αρμονικές γυναίκες

με το βλέμμα το πικρό   της ικεσίας

 

που γω ξερίζωσα

βαθιά τα μάτια τους

σαν μ’ έναν τέτοιον όμοιο καιρό

εθαλασσόδερνα κάποτε  - μ’ ενάντιον άνεμο –

κάτω   κατά τα μέρη   της Μονεμβασιάς

 

ΓΟΤΘΙΚΗ ΠΙΚΡΙΑ (εις Ανδρέαν Εμπειρίκον)

Αρκούν πλέον, τα νάματα της ευάνδρου Ηπείρου. Αρκούν, πλέον τα συναξάρια των λαφυραγωγών του σπέρματος. Αρκούν αι ύπουλοι διεισδύσεις των υφάλων σημάντρων στ’ ατμοσφαιρικά στρώματα της λήθης. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την γαλήνην. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά. Έστω κι αν απαιτείται δι’ αυτό, ακόμη και για μία μόνη στιγμή ή της αύριον ή της χθες, η εξωμήτριος κύησις του φόβου μεσ’ στα επιρριπτάρια της αθανασίας. Έστω κι αν απαιτηθή η ερήμωσις των λατομείων εντός σκαφάνδρων, η τοποθέτησις πουλιών, σε γεωμετρικά σχήματα, επί των επάλξεων, ή άγρα της αύρας στην αφροδίσια γύμνια του δάσους. Έστω κι αν η θυσία που απαιτείται και πάλιν από ημάς είναι τόσον οδυνηρή όσον τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της. Έστω κι αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασίς μας μάς επιφυλάσσει  τόσας φρικτάς συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον. Και να, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω στα πολεμικά μανουάλια. Η Καρχηδών εσίγησε δια παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα τα νερά σε ρυθμό αιθάλης. Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας; Αυτά τα φάσγανα είναι δικά σας; Αυτοί οι ρόδακες είναι πιστοί; Συμφέρει στο άπειρο το χάος του ονείρου; Αυτή η άμυνα πού θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε οι λυγαριές;

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

μεσ’ στο χαμένο   το μικρό λιμάνι

π’ άγγιξαν

σαν τις στερνές σταγόνες του ήλιου

των ψαριών τα δάκρυα

υψώνεται η ζωή   κάθετη κι ήρεμη

σε μαρμαρένιες γούρνες   και λωτούς πικρούς

με τους νοσταλγικούς ρυθμούς

των βαρυαύλων   και της νύχτας

 

και να   όπου μας πρόφταξε η ώρα

και ζωντάνεψαν τα όνειρα

που ειπώθηκαν   στους παιδικούς αχάτες

κι οι φοινικιές ετρελλαθήκανε    και καίγονται

κι ορθώσανε προς τ’ άστρα   τ’ άσπρα χέρια τους

και στα σκοτάδια   τις κραυγές των πόθων

 

και τώρα τα μηνύματα

αρπάξανε τα φλάμπουρα  

π’ ανέμιζαν στου άγριου δάσος   τους απόρθητους κρυψώνες

κι οι στοργικές φωνές

πάλι ακούστηκαν

να ’ρχονται από τα τρίσβαθα

τα φωτεινά των οριζόντων

 

και οι λυγμοί

όπου σα βάσκανες ματιές

χρωμάτιζαν του πυρετού τα ντέφια

στης λατρείας τα κλωνάρια

αργά –αργά σιγούν

μια που πιο γρήγορα θα ξεχαστεί

του χωρισμού το κλάμα

 

αφού προβέλνει το θηρίο   τ’ ανεμόδαρτο

ίδιο ξυλάρμενο   μέσα στης ζήλιας το δρολάπι

-κι όχι ο συνηθισμένος   ο Μινώταυρος ο γνώριμος

αλλά ένας ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι –

 

και πίσω    τα πλατιά φτερά ανεμίζουνε

-ωσάν τ’ αγρίμι π’ ούρλιαξε σε βάθρα αγαλμάτων –

και τα λυχνάρια δείχνουνε το δρόμο

το δρόμο   που έρχουνται

και οι δούλοι   ορίζουν της πομπής το δρόμο

 

κι έρχονται οι ανέραστες παρθένες

που ασέλγησαν

σ’ αντιφωνάρια   λυτρωμού και πόρπες   σαβανώτρες

κι έρχονται   και μου δείχνουν

με τα ματωμένα χέρια τους

το δένδρο της ζωής   και του θανάτου

 

όμως δεν με γελούν

γιατί τα χείλια μου

τα ξέσκισ’ άσπλαχνα   η εκδίκησις

κι ο πελεκάνος   της θυσίας

και γιατί μεσ’ στα μάτια μου

βαθιά ριζώσανε

τα μανιασμένα αστροπελέκια   του πελάγους

 

κι αν ο   ανίερος κύκλος

δεν κατάφερε   να ζήσει   μεσ’ στο είναι μου

τα σαρκοβόρα τρεχαντήρια

οι υπερήφανες αγριοφωνάρες

μου ξυπνήσανε τις ερημιές   τις φοβερές

που ζώνει η νύχτα

 

κι αν η πομπή   κυλάει

το δρόμο της   μεσ’  στων δαυλών τα φώτα

και τα σείστρα

και μπρος   πάντα πηγαίνει

ο ταύρο  ο  ανθρωπόμορφος

και τελευταίες οι παρθένες με τα μύρα

 

όμως το ξέρω:

είμαι ο μόνος που εδάκρυσε

όταν περάσανε αυτά   τα λυρικά σφαχτάρια

και ξέρω ότι το δένδρο   όπου εφάνταξε

είναι το δένδρο της ζωής μονάχα

 

είναι το δένδρο

που στις δροσερές παλάμες μου

κρατά το αιώνιο μυστικό της λήθης

 

κι είναι το δένδρο

που καρτερικά πάντοτε πρόσμενα

να γίνω ένα με τις πυκνές τις φυλλωσιές του

 

είναι το δένδρο   το μονάκριβο

που τα λουλούδια του

έλεγαν πάντα το τραγούδι   της χαρά μου

 

κι είν’ η Ευρυδίκη

 

η Ευρυδίκη που έρχεται

και φεύγει και ξανάρχεται

για να σταθεί

οριστικά μες στη φρικτή πληγή

των αγριεμένων σωθικών μου

 

(κι ίσως

και για να δικαιωθεί ο παλιός χρησμός

που κάποτε όρισε

πως είμαι ο Ορφέας

ο ψηλός   λεπτός κι αθάνατος

βγαλμένος από τα πλατιά

τα στήθια του Ερμή   του Τρισμεγίστου)

 

και τώρα που το όνειρο

εθριάμβεψε   μεσ’ στο μικρό λιμάνι

όπου άραξε η πυρκαϊά των φοινικιών

στις μαρμαρένιες γούρνες

πάλι η χαρά του ήλιου

ολούθε απλώνεται

κι ηχούν μονάχα

οι βαρύαυλοι

σαν έρθει η νύχτα

 

ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΧΑΡΑ  ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΩΡΗΤΡΙΑ ΠΟΘΟΥ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗΣ

αφού το θέλεις    γυναίκα αρμονική κι ωραία

έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαΐου ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια

ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια

μέσα στο παλιό – ιταλικό μου φαίνεται -  βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών

έλα   πέσε στα χέρια μου   και χάρισέ μου – αφού το θέλεις –

τη θλίψη του πράσινου βλέμματός σου

τη βαθιά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου

τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακριά μαλλιά σου

τη σποδό του υπέροχου σώματός σου!..

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

ΧΑΙΡΕ(Σ)ΤΕ

οι τύψεις του κόσμου των αγαπημένων γυναικών σε πολλές πόλεις    μοιάζουν με του κινηματογράφου τις μητρότητες και τα αινιγματώδη τοπία   ενώ στην άσφαλτο  - για θυμηθήτε – τι θρήνος  τι κτίρια   τι λιτανείες   για να μας δώσουν   και να μας σώσουν   κι όμως μέσα στα μαύρα μάτια   υπάρχει και ζει   και μαίνεται η διαβατάρικη ζωή   στα μάτια τα μαύρα τα γιομάτα   κίτρινα τριαντάφυλλα  μ’ όλο το φόβο το βαθύ της άνοιξης    μην τραγουδάς:  στ’ άσπρα τα πόδια  χείλια ευλαβικά της μέθης   μ’ άνθη του αγρού   γυρίσαμε όλη τη γη – έρμο παιδί – τι κούραση τι δάκρυα   ζητήσαμε παραμονές γιορτής   (λεπτά θλιμμένες)   θυμάρια   δέηση  δύση   μαύροι πρωτογέννητοι   λοφία  λόφοι  πάντα η Ελεονόρα πάντα   - αρκούσε το περίστροφο στων κροτάφων τα ερωτηματικά -  δείχτε μας την καρδιά σας   το πνεύμα σας  και θα σας πούμε   ποιητές αιθέριοι χειρονομάτε  μέσα στο βράδυ  ζητάτε  πάντα θα βρείτε    να και ναοί και τάφοι κι αψίδες θριάμβου   … τα δένδρα   τα δένδρα   τα δένδρα  βροχή   διαβάστε στα σύννεφα τους καημούς σας   οι κήποι τι να λεν  ζουν άραγε   αισθάνονται κι αυτοί   ή έτσι… μια ανία   πουθενά δεν μπόρεσα να συναντήσω   τον εαυτό μου   ακούω φωνές  άνεμοι θαλασσινοί   πέρα από κείνο το δάσος με τις σημύδες   ο μικρός ορμίσκος   είναι μιαν ολόκληρη ιστορία   σταθήτε:   γυρνώντας μες στα χωράφια   απόγεμα – υπό βροχήν – βρήκαμε τις περιπέτειες της νοσταλγίας [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

Δευτέρα, 5 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ